Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενισπείρω — ἐνισπείρω (Α) επικ. τ. τού ενσπείρω* … Dictionary of Greek
ενσπείρω — (AM ἐνσπείρω, Α και επικ. τ. ένισπείρω) [σπείρω] διαδίδω, διασκορπίζω («ενέσπειρε πανικό στον στρατό») μσν. εμφυτεύω αρχ. σπείρω σ έναν τόπο … Dictionary of Greek